- καθήκει
- καθήκωcomepres ind mp 2nd sgκαθήκωcomepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθήκω — (AM, Α ιων. τ. και κατήκω) φθάνω μέχρι ένα σημείο, φθάνω έως, κατεβαίνω, απολήγω (α. «ὁ γὰρ Ἄθως ἐστὶ ὄρος μέγα τε καὶ ὀνομαστόν, ἐς θάλασσαν κατῆκον», Ηρόδ. β. (για καταγωγή) «τῷ Νεοπτολέμου γένει, ὃ δὴ ἐς αὐτὸν καθῆκεν», Αρρ.) μσν.… … Dictionary of Greek
ενώπιος — (AM ἐνώπιος, ον) (το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) ενώπιον κατά πρόσωπο, μπροστά σε κάποιον (α. «ενώπιον εμού τού συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ. γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… … Dictionary of Greek
υπογάστριος — α, ο / ὑπογάστριος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το υπογάστριο και τὸ ὑπογάστριον το κατώτερο μέρος τού πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, που ορίζεται προς τα επάνω από τη νοητή γραμμή η οποία συνδέει τις λαγόνιες ακρολοφίες και προς τα κάτω από τους… … Dictionary of Greek
ԱՆԿ — I. (ի, ից.) NBH 1 0167 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 12c ա. ԱՆԿ որ եւ գրի ԱՆԳ. Անկաւոր. յանկաւոր. պարտուպատշաճ. դիպող. ինչ որ մէկին կինկնայ, յարմար. ... ἑπιβάλλον, κατάλληλον, καθήκον, δέον conveniens, congruus… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԱՏՇԱՃԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0617 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 11c, 12c կ.ձ. ἀρμόζομαι, συναρμολογούμαι, συμβιβάζω adaptor, coaptor եւ καθήκει convenit. Յարմարիլ. ʼի դէպ գալ. կարգիլ. հաստի. ... *Ի տեառնէ պատշաճի կին առն:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԻՏՈՅ — ( ) NBH 2 0651 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 11c, 13c ա. (ʼի սեռական է բառիս Պէտ). δέον, χρήσιμος, ἑπίκαιρος , ἑπιβάλλω necessarius, utilis, opportunus, debitus, a, um. կամ բայիւ χρῄζω, χράομαι, χρείαν ἕχω … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)